- απογεμίζω
- 1. μετ.1) разряжать (оружие); 2) наполнять до отказа, переполнять; 2. αμετ. наполняться до отказа, переполняться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απογεμίζω — απογεμίζω, απογέμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απογεμίζω — και απογιομίζω ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ξεγεμίζω, αδειάζω: Ο διμοιρίτης έδωσε την εντολή να απογεμίσουν τα όπλα τους. 2. συμπληρώνω το γέμισμα, παραγεμίζω: Απογέμισαν όλα τα πιθάρια του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογεμίζω — (Α ἀπογεμίζομαι) 1. γεμίζω εντελώς, ολοκληρώνω το γέμισμα αρχ. ( ομαι) (για πλοία) ξεφορτώνομαι, αδειάζω … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
απογέμισμα. το — απογέμισμα, το ατος, το αποτέλεσμα του απογεμίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)